Η ανάγκη συλλογικής δράσης για την αντιμετώπιση προβλημάτων τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μονομερώς, οδήγησε στην δημιουργία συνεταιρισμών. Οι συνεταιρισμοί συνιστούν την εξέλιξη των ποικίλων μορφών συνεργασίας τις οποίες χρησιμοποίησε ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της πορείας του.
Στην Ελλάδα, οι συνεταιρισμοί διαμορφώθηκαν και θεσμοποιήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από τα αρχαία κιόλας χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο συνεργατικότητας, ξεκίνησαν να δημιουργούνται και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί. Η πορεία προς την διεύρυνση τους εντάθηκε αισθητά κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης με αποκορύφωμα το 1981 με το Νόμο 1257/1982 ο οποίος επέκτεινε τις δραστηριότητες τους.
Σήμερα, η οργάνωση των αγροτών σε συνεταιρισμούς είναι μια κοινή πρακτική στον τομέα της ελληνικής γεωργίας. Ωστόσο, οι γεωργικοί συνεταιρισμοί έχουν μικρό μερίδιο αγοράς, περίπου ⅕ στην ελληνική αγορά, σε σύγκριση με 40% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη και αντιμετωπίζουν προβλήματα αποτελεσματικότητας, ποιότητας ελέγχου και ιχνηλασιμότητας, εμποδίζοντας την προώθηση προϊόντων υψηλής ποιότητας. Παρόλα αυτά, η βελτίωση της λειτουργίας τους, εκτιμάται ότι θα αυξήσει την προστιθέμενη αξία της ελληνικής γεωργίας κατά περίπου 70%.
Συνεπώς, είναι απαραίτητη η επένδυση στις αναγκαίες θεσμικές και νομικές μεταβολές που θα επιτρέψουν στους αγροτικούς συνεταιρισμούς να αναπτυχθούν, να καταστούν ανταγωνιστικοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να αυξήσουν την προστιθέμενη αξίας της ελληνικής γεωργίας.