Η αγροτική παραγωγή και η οικονομία συνιστούν αναμφισβήτητα ξεχωριστό συγκριτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Παρά την υστέρηση και τις στρεβλώσεις που υπάρχουν, ο πρωτογενής τομέας παραμένει ισχυρός πυλώνας ανάπτυξης και ευημερίας. Ωστόσο, τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει του στερούν τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις μεγάλες ευκαιρίες και προκλήσεις που έχει μπροστά του.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική αγροτική οικονομία κινείται επί πολλές δεκαετίες στον αστερισμό της ΚΑΠ, των κοινοτικών επιδοτήσεων και των παραδοσιακών καλλιεργειών. Οι κοντόφθαλμες αντιλήψεις που κυριάρχησαν επιβεβαιώνονται τόσο από την απόκλισή μας από τις άλλες, ισχυρές στον συγκεκριμένο τομέα, χώρες όσο και από τα παραγόμενα προϊόντα, καθώς και την προώθησή τους στις διεθνείς αγορές.
Η έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής μάς απέτρεψε να ακολουθήσουμε τις επιβεβλημένες σύγχρονες πολιτικές. Αδιαφορώντας για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών αλλά και τον εκσυγχρονισμό των τεχνολογικών υποδομών, επιτείναμε τη συρρίκνωση της αγροτικής οικονομίας. Χρόνια τώρα συντηρούμε και ανακυκλώνουμε τα αδιέξοδα.
Τρανή απόδειξη, η χαμηλή εκπαιδευτική κατάρτιση των Ελλήνων αγροτών (μόλις 7% στην Ελλάδα, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 50%), οι περιορισμένες επενδύσεις στην έρευνα και στην ανάπτυξη (στη χώρα μας 11€/ha έναντι 33€/ha στην Ευρώπη), η ελλιπής προώθηση επωνύμων προϊόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τα 2/3 του ελληνικού ελαιολάδου διακινούνται χύμα, ενώ στην Ιταλία μόνο το 1/5 της ετήσιας συνολικής παραγωγής.
Το πλέον παράδοξο είναι ότι δεν επενδύσαμε και δεν επενδύουμε σε προϊόντα με ζήτηση από την αγορά. Κι αυτό γιατί ουδέποτε αντιληφθήκαμε τη χρησιμότητα των επενδύσεων για την ενίσχυση της παραγωγής, για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών. Δεν θέλαμε να κατανοήσουμε την αξία της σύνδεσης του αγροτικού τομέα με την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Με την αγροτική οικονομία στον αυτόματο πιλότο, είχαμε την αυταπάτη ότι όλα μπορούν να λειτουργήσουν σωστά και αποτελεσματικά, αδιαφορώντας πλήρως για τις αλλαγές στα προϊόντα που πρέπει να κάνουμε, για τις νέες καλλιέργειες, για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, για την τυποποίηση, για την εξαγωγική δραστηριότητα, για τη σύνδεση του αγροδιατροφικού τομέα με τον τουρισμό. Το χειρότερο δε είναι ότι η κρίση στο συνεταιριστικό κίνημα δημιούργησε τεράστια κενά, τα οποία δεν μπόρεσαν να καλυφθούν από τους νέους θεσμούς. Κι όλα αυτά τη στιγμή που το κόστος παραγωγής συνεχίζει να παραμένει εξαιρετικά υψηλό, ενώ την ίδια ώρα το εισόδημα των αγροτών είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πτωτική βαίνει τις τελευταίες δεκαετίες και η επενδυτική δραστηριότητα. Το μικρό δε οικονομικό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων έχει ως φυσικό επακόλουθο τη μειωμένη χρήση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων. Εξίσου σημαντικό είναι και το πρόβλημα της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, στην οποία ρυθμιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι αλυσίδες πολυκαταστημάτων και χονδρεμπόρων με αποτέλεσμα οι τιμές που εισπράττουν οι αγρότες να είναι πολύ χαμηλές. Τα προβλήματα επιτείνονται περαιτέρω από το γεγονός ότι τα μέσα και τα εργαλεία παραγωγής είναι εισαγόμενα.
Η έξοδος από την κρίση δεν θα επιτευχθεί με τη δημοσιονομική μονοκαλλιέργεια. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την αξιοποίηση και εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Ως εκ τούτου, το καίριο στρατηγικό ζήτημα είναι με ποιες πολιτικές μπορούμε να επιτύχουμε τον στόχο για μια παραγωγική Ελλάδα.
Ο αγροτικός τομέας κρύβει σημαντικές αναξιοποίητες δυνατότητες. Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών του, η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, η επένδυση σε προϊόντα μεγάλης ζήτησης, οι νέες μορφές οργάνωσης και διαχείρισης της παραγωγής, η εμπέδωση επιχειρηματικής κουλτούρας στον πρωτογενή τομέα, είναι ζητήματα καίριας προτεραιότητας, αν στόχος μας είναι να καταστεί δυναμικός και ανταγωνιστικός.
Η επίτευξη του στόχου αυτού επιβάλλει μια σειρά αλλαγών με πρώτη τη μείωση της φορολογίας για τον Έλληνα αγρότη, την ενίσχυση των φορολογικών κινήτρων, τη στήριξη επενδυτικών σχεδίων για συλλογικές επιχειρηματικές δράσεις από παραγωγούς, την κατάρτιση ειδικών επενδυτικών προγραμμάτων σε συγκεκριμένους τομείς της αγροτικής οικονομίας που εμφανίζουν αυξημένα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Η εγχώρια αγροτική παραγωγή και οικονομία, αν επεξεργαστούμε και υλοποιήσουμε μια εμπροσθοβαρή στρατηγική, μπορούν να μετατρέψουν το έλλειμμα της ανάπτυξης σε πλεόνασμα.