Σύνδεση τόπου και προϊόντος μέσω του Regional branding. Μια αποτελεσματική στρατηγική για την ανάπτυξη συγκριτικού πλεονεκτήματος στον αγροτικό τομέα
Η οικονομική κρίση των τελευταίων δέκα ετών έγινε αισθητή σε όλο το φάσμα του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της χώρας.
Ο αγροτικός τομέας είναι από τους κλάδους που επλήγησαν αισθητά από την κρίση, τόσο λόγω της σημαντικής ανόδου του κόστους παραγωγής, της αύξησης των φόρων, αλλά και της έλλειψης αναπτυξιακών πολιτικών, με αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε ποσοστό 22,4% την περίοδο 2007-2016.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ποιες είναι οι κατάλληλες πολιτικές για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Πού και πώς να επενδύσουμε, προς ποια κατεύθυνση να στρέψουμε την νέα Kοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο του αγροτοδιατροφικού τομέα που να δίνει έμφαση στη διαφοροποίηση προϊόντων και υπηρεσιών, να επενδύει σε καινοτόμα και επώνυμα ποιοτικά, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις ιδιαίτερες και μοναδικές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Πίνακας 1: Μέση τιμή σταφυλιού για οίνους ΠΟΠ/ΠΓΕ Πηγή: ΚΕΟΣΟΕ (2019)
Καταναλωτικές τάσεις
Οι καταναλωτές τροφίμων των ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών, εκτός από την αυτονόητη για αυτούς ασφάλεια και ποιότητα, είναι ανήσυχοι για την προέλευση των πρώτων υλών και τους τρόπους παραγωγής, τους οποίους θέλουν φιλικούς προς το περιβάλλον.
Επίσης, με μια νοσταλγική διάθεση, αναζητούν εμπειρίες μέσα από τη διατροφή με τρόφιμα γευστικά με παραδοσιακό χαρακτήρα.
Η αξιοποίηση αυτών των δεδομένων μπορεί να γίνει μέσα από μια ολοκληρωμένη στρατηγική regional branding για την ανάδειξη της ποιότητας και τοπικότητας των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων.
Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο ανάκαμψης της ελληνικής αγροτικής οικονομίας. Κι’ αυτό διότι η ποιότητα αποτελεί το πρώτο κριτήριο αξιολόγησης των προϊόντων από τους καταναλωτές.
Τι είναι όμως το regional branding;
Το regional branding είναι μια στρατηγική προώθησης, με στόχο την αύξηση της ελκυστικότητας μιας περιοχής και τη δημιουργία μιας πιο διακριτής εικόνας που συμβάλλει στην αύξηση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας.
Με άλλα λόγια, το regional branding αξιοποιεί εμπορικά τις ιδιότητες μιας περιοχής, όπως το τοπίο, τη φύση, την πολιτιστική κληρονομιά, τα περιφερειακά προϊόντα, την περιφερειακή γαστρονομία και τα παραδοσιακά προϊόντα, προκειμένου να αναδείξει την ταυτότητα της περιοχής για την προώθησή της.
Οι ετικέτες ποιότητας, όπως αυτές των προϊόντων ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) και ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη), μπορούν να αποτελέσουν εθνική προτεραιότητα με όρους regional branding, καθώς έχουν την ιδιότητα της σύνδεσης του τροφίμου με την εμπειρία του καταναλωτή, επηρεάζοντας σε τελικό στάδιο την αφοσίωσή του.
Τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ ενισχύουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, καθώς αναδεικνύουν ζητήματα ποιότητας, ασφάλειας, τοπικότητας και αυθεντικότητας.
Παράλληλα, έρευνες δείχνουν ότι η ονομασία προέλευσης και η σύνδεση του προϊόντος με μια συγκεκριμένη περιοχή μπορούν να αποτελέσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων τροφίμων των περιοχών παραγωγής, στον ανταγωνισμό τους με τις μεγάλες πολυεθνικές στην εθνική και διεθνή αγορά.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προϊόντος ΠΟΠ/ΠΓΕ το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί είναι ο οίνος. Μελέτες έχουν δείξει τη σημασία της αναγνώρισης του εμπορικού σήματος που συνδέεται με μια περιοχή ή χώρα, ως βασικά εργαλεία μάρκετινγκ για τους οίνους στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς.
Ο οίνος αποτελεί πρόσφορο έδαφος αξιοποίησης στην ελληνική περίπτωση, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ) (2019), τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται για οίνους ΠΟΠ έχουν σχεδόν διπλάσια τιμή σε σχέση με τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται για τα υπόλοιπα κρασιά. Μάλιστα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, από το 2014 η μέση τιμή σταφυλιού για οίνους ΠΟΠ σημειώνει μικρή ετήσια αύξηση.
Προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ, άλλη μία ανεκμετάλλευτη ευκαιρία
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει επίσημα περισσότερα από 105 ελληνικά προϊόντα, ΠΟΠ και ΠΓΕ φυτικής και ζωικής προέλευσης, αριθμός που κατατάσσει τη χώρα μας στην 5η θέση του πίνακα των κρατών-μελών της Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει αρκετά μικρό μερίδιο αγοράς με όρους εσόδων. Η συνολική αξία αγοράς στην Ε.Ε.-28 ξεπερνά τα 60 δισ. ευρώ, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει μόλις το 1,3% του συνόλου. Τα μεγαλύτερα μερίδια συγκεντρώνουν η Ιταλία (33%), η Γερμανία (25%), η Γαλλία (17%) και η Μεγάλη Βρετανία (8%).
Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα έχει καταχωρισμένα πολύ περισσότερα προϊόντα σε σχέση με Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που υποδεικνύει τη χαμηλή ακόμα ανάπτυξη του κλάδου στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής marketing τόσο από τους κρατικούς φορείς, όσο και από τις επιχειρήσεις του κλάδου, αφήνουν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία η ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα.
Το regional branding αποτελεί μια ρηξικέλευθη σε όρους περιφερειακής ανταγωνιστικότητας επιλογή καθώς ανατάσσει την περιφερειακή οικονομία, δημιουργεί προστιθέμενη αξία για τα περιφερειακά προϊόντα και υπηρεσίες.
Παράλληλα, η εν λόγω στρατηγική έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει θετικά στην αντίληψη των καταναλωτών, ειδικότερα σε εκείνες τις κατηγορίες προϊόντων που προέρχονται από χώρες με ισχυρή πολιτιστική κληρονομιά, όπως στην περίπτωση των ελληνικών ΠΟΠ/ΠΓΕ.
Πηγή: Πατρίδα