Ετικέτα «Κρήτη» στα αγροτικά προϊόντα
Αλλαγή στρατηγικής μέσω διασύνδεσης τόπου – προϊόντος, προτείνει ο Νίκος Μπουνάκης
“Regional branding”... Έτσι λέγεται η στρατηγική που προτείνει μέσω της “Ν.Κ.” ο διευθύνων σύμβουλος “Proactive A.E.-Σύμβουλοι Επιχειρήσεων” Νίκος Μπουνάκης, «για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την κρίση στα προϊόντα που παράγει η Κρήτη και να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του συγκριτικού πλεονεκτήματος που διαθέτει το νησί μας στον αγροτικό τομέα και συνολικότερα στην τοπική οικονομία». Μιλώντας στην εφημερίδα μας, δηλώνει την πεποίθησή του ότι, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει φέτος ο ελαιοπαραγωγικός τομέας της Κρήτης, το μέλλον θα είναι λαμπρό, αν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς συνεργαστούν και αναπτύξουν ένα ενιαίο σχήμα αντιμετώπισης της κατάστασης, μέσα από μια συνεργασία μάλιστα που θα περιλαμβάνει, εκτός από το ελαιόλαδο, όλα τα προϊόντα που παράγει το νησί μας, ακόμα και τα βιομηχανικά, καθώς και τις υπηρεσίες που παράγονται.
«Ο αγροτικός τομέας είναι από τους κλάδους που επλήγησαν αισθητά από την κρίση, τόσο λόγω της σημαντικής ανόδου του κόστους παραγωγής, όσο και λόγω της αύξησης των φόρων, αλλά και της έλλειψης αναπτυξιακών πολιτικών, με αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε ποσοστό 22,4% την περίοδο 2007-2016. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ποιες είναι οι κατάλληλες πολιτικές για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, πού και πώς να επενδύσουμε και προς ποια κατεύθυνση να στρέψουμε τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο του αγροτοδιατροφικού τομέα, που να δίνει έμφαση στη διαφοροποίηση προϊόντων και υπηρεσιών, να επενδύει σε καινοτόμα και επώνυμα ποιοτικά, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις ιδιαίτερες και μοναδικές εδαφοκλιματικές συνθήκες», όπως δήλωσε στη “Νέα Κρήτη” ο γνωστός επιστήμονας, προσθέτοντας ότι το “regional branding” είναι μια στρατηγική με πολλές και σοβαρές εγγυήσεις για το μέλλον.
«Αυτό δηλαδή που ουσιαστικά προτείνω είναι να ταυτίσουμε τον τόπο με το προϊόν. Να έχουμε την υπεραξία της περιοχής όπου παράγεται το προϊόν και αυτή η υπεραξία να συνοδεύει και να μεγαλώνει την αξία του προϊόντος. Επομένως, μπορεί να φτιαχτεί ένας φορέας που δε θα κάνει εμπορία. Θα είναι ένας κοινός φορέας που θα έχει μια οργανωμένη επικοινωνιακή καμπάνια. Και στον φορέα αυτό θα συμμετέχουν και οι εταιρείες των προϊόντων της Κρήτης. Και θα συμμετέχουν επίσης οι παραγωγοί, οι συνεταιρισμοί, όλοι όσοι εμπλέκονται προκειμένου να διαφημίζουμε οργανωμένα σε όλο τον κόσμο το όνομα “Κρήτη”», εξηγεί στην εφημερίδα μας ο Νίκος Μπουνάκης...
«Μπορεί δηλαδή να φτιαχτεί ένας φορέας που να προωθεί συνολικά το brand “Κρήτη”. Να έχει μέσα όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παράγονται στο νησί. Είτε αυτές είναι τουριστικές, είτε βιομηχανικά, είτε αγροτικά προϊόντα. Άρα η έννοια που υπάρχει είναι να χτίσεις υπεραξία “πάνω” στον τόπο και να συνδέσεις τα προϊόντα σου με αυτόν τον τόπο», προσθέτει ο Νίκος Μπουνάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το “regional branding” είναι μια στρατηγική προώθησης, με στόχο την αύξηση της ελκυστικότητας μιας περιοχής και τη δημιουργία μιας πιο διακριτής εικόνας που συμβάλλει στην αύξηση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας. Με άλλα λόγια, το “regional branding” αξιοποιεί εμπορικά τις ιδιότητες μιας περιοχής, όπως το τοπίο, τη φύση, την πολιτιστική κληρονομιά, τα περιφερειακά προϊόντα, την περιφερειακή γαστρονομία και τα παραδοσιακά προϊόντα, προκειμένου να αναδείξει την ταυτότητα της περιοχής για την προώθησή της.
Οι ετικέτες ποιότητας, όπως αυτές των προϊόντων ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) και ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη), μπορούν να αποτελέσουν εθνική προτεραιότητα με όρους “regional branding”, καθώς έχουν την ιδιότητα της σύνδεσης του τροφίμου με την εμπειρία του καταναλωτή, επηρεάζοντας σε τελικό στάδιο την αφομοίωση του.
Τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ ενισχύουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, καθώς αναδεικνύουν ζητήματα ποιότητας, ασφάλειας, τοπικότητας και αυθεντικότητας.
Παράλληλα, έρευνες δείχνουν ότι η ονομασία προέλευσης και η σύνδεση του προϊόντος με μια συγκεκριμένη περιοχή μπορούν να αποτελέσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων τροφίμων των περιοχών παραγωγής, στον ανταγωνισμό τους με τις μεγάλες πολυεθνικές στην εθνική και διεθνή αγορά.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προϊόντος ΠΟΠ/ΠΓΕ, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί, είναι ο οίνος. Μελέτες έχουν δείξει τη σημασία της αναγνώρισης του εμπορικού σήματος που συνδέεται με μια περιοχή ή χώρα ως βασικού εργαλείου μάρκετινγκ για τους οίνους, στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς.
Ο οίνος αποτελεί πρόσφορο έδαφος αξιοποίησης στην ελληνική περίπτωση, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία (2019) της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται για οίνους ΠΟΠ έχουν σχεδόν διπλάσια τιμή σε σχέση με τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται για τα υπόλοιπα κρασιά. Μάλιστα, από το 2014 η μέση τιμή σταφυλιού για οίνους ΠΟΠ σημειώνει μικρή ετήσια αύξηση.
«Στο ελαιόλαδο υπάρχει λύση»
Σε ό,τι αφορά το ελαιόλαδο, ο Νίκος Μπουνάκης δήλωσε στην εφημερίδα μας ότι η καταστροφή ήταν μεγάλη, όμως λύση υπάρχει... «Αρκεί να αλλάξουμε πορεία και στρατηγική. Να δώσουμε μεγαλύτερο βάρος στην καλλιέργεια και να δείξουμε μεγαλύτερη σοβαρότητα. Εδώ δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Χρειάζεται μεγάλη συνεργασία όλων των φορέων. Να μπουν μπροστά τα επιστημονικά και ερευνητικά Ιδρύματα. Και μιλάω για το ΙΤΕ, για το Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, για το Πανεπιστήμιο Κρήτης και τον ΕΛΓΟ “Δήμητρα”. Δυστυχώς έχουμε αφήσει τον αγροτικό τομέα χωρίς νέα γνώση», επισημαίνει ο κ. Μπουνάκης.
«Χρειάζονται έρευνες στην αγορά»
«Εγώ είμαι αισιόδοξος και για το ελαιόλαδο και για όλα τα προϊόντα της Κρήτης, αν σταματήσουμε να τα προωθούμε “ανώνυμα” και τους δώσουμε ταυτότητα. Δηλαδή, πρέπει να αναδείξουμε τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, κάτι που δεν το έχουμε κάνει μέχρι τώρα», σύμφωνα με τον Νίκο Μπουνάκη.
Εξάλλου, όπως λέει, «οι καταναλωτές τροφίμων των ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών, εκτός από την αυτονόητη για αυτούς ασφάλεια και ποιότητα, είναι ανήσυχοι για την προέλευση των πρώτων υλών και τους τρόπους παραγωγής, τους οποίους θέλουν φιλικούς προς το περιβάλλον.
Επίσης, με μια νοσταλγική διάθεση, αναζητούν εμπειρίες μέσα από τη διατροφή με τρόφιμα γευστικά με παραδοσιακό χαρακτήρα. Η αξιοποίηση αυτών των δεδομένων μπορεί να γίνει μέσα από μια ολοκληρωμένη στρατηγική regional branding για την ανάδειξη της ποιότητας και τοπικότητας των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων.
Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο ανάκαμψης της ελληνικής αγροτικής οικονομίας. Κι αυτό διότι η ποιότητα αποτελεί το πρώτο κριτήριο αξιολόγησης των προϊόντων από τους καταναλωτές».
Προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ - «Άλλη μια ανεκμετάλλευτη ευκαιρία»
Ο διευθύνων σύμβουλος της “Proactive A.E.-Σύμβουλοι Επιχειρήσεων”, Νίκος Μπουνάκης, αναφέρει εξάλλου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει επίσημα περισσότερα από 105 ελληνικά προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ φυτικής και ζωικής προέλευσης, αριθμός που κατατάσσει τη χώρα μας στην 5η θέση του πίνακα των κρατών-μελών της Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει αρκετά μικρό μερίδιο αγοράς με όρους εσόδων.
Η συνολική αξία αγοράς στην Ε.Ε. των “28” ξεπερνά τα 60 δισ. ευρώ, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει μόλις το 1,3% του συνόλου. Τα μεγαλύτερα μερίδια συγκεντρώνουν η Ιταλία (33%), η Γερμανία (25%), η Γαλλία (17%) και η Μεγάλη Βρετανία (8%).
Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα έχει καταχωρισμένα πολύ περισσότερα προϊόντα σε σχέση με Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που υποδεικνύει τη χαμηλή ακόμα ανάπτυξη του κλάδου στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής μάρκετινγκ τόσο από τους κρατικούς φορείς, όσο και από τις επιχειρήσεις του κλάδου, αφήνουν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία η ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα.
Πηγή: Νέα Κρήτη