1.1 Το προφίλ του κλάδου
Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών κατέχει κυρίαρχη θέση στην ελληνική μεταποίηση. Αποτελεί τον κλάδο με την υψηλότερη συμβολή σε όλα τα βασικά μεγέθη της μεταποίησης, όπως οι πωλήσεις, η προστιθέμενη αξία, ο αριθμός επιχειρήσεων και η απασχόληση.
Σύμφωνα με την μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών ερευνών (ΙΟΒΕ)για την βιομηχανία. Η βιομηχανία τροφίμων καλύπτει το 25% του κύκλου εργασιών, κατέχει το 25% των συνολικών κεφαλαίων, παράγει το 24% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και απασχολεί πάνω από το 22% των απασχολουμένων στο σύνολο του μεταποιητικού τομέα.
Στον κλάδο, δραστηριοποιούνται περίπου 1.400 επιχειρήσεις (24% περίπου του συνόλου της μεταποίησης) και κατά μέσο όρο εργάζονται 61 άτομα ανά επιχείρηση.
Η παραγωγή του Ελληνικού κλάδου τροφίμων-ποτών φαίνεται να ακολουθεί γενικά τις τάσεις του αντίστοιχου ευρωπαϊκού κλάδου.
Σε σχέση με το σύνολο της ελληνικής μεταποίησης ο κλάδος αναπτύσσεται ταχύτερα: Από το 1995 έως το 2005 η παραγωγή του κλάδου αυξήθηκε κατά 20,6% σε σύγκριση με άνοδο 11,7% του συνόλου της βιομηχανίας.
Το 2005 η πορεία της παραγωγικής δραστηριότητας ήταν πτωτική, όπως άλλωστε και στο σύνολο της μεταποίησης. Το 2006 όμως ο κλάδος φαίνεται να ανακάμπτει, ενώ βελτιώνονται και οι προσδοκίες των επιχειρήσεων.
Τα τελευταία χρόνια ο κλάδος είναι στο σύνολό του κερδοφόρος. Ο αριθμός των κερδοφόρων επιχειρήσεων είναι περίπου διπλάσιος των ζημιογόνων και συνεχώς αυξάνεται.
Ανά κατηγορία μεγέθους οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις διαφέρουν. Το μέγεθος της επιχείρησης παίζει μεν καθοριστικό ρόλο, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι «πυρήνες υγείας» υπάρχουν σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους.
Εντοπίζονται δηλαδή υποσύνολα επιχειρήσεων που έχουν σταθερά ικανοποιητική πορεία, είναι αποδοτικές και αποτελεσματικές, ανεξαρτήτως μεγέθους.
1.2 Η Ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων
Οι διαφορές μεταξύ της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής βιομηχανίας εντοπίζονται κυρίως στο μέγεθος, στην αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα της μέσης επιχείρησης αλλά και στο συσχετισμό μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Η Ελληνική επιχείρηση π.χ. απασχολεί κατά μέσο όρο 60 άτομα όταν η αντίστοιχη ευρωπαϊκή ξεπερνά τα 100. Παράλληλα, η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλότερες της μέσης ευρωπαϊκής.
Οι διαφορές αυτές εξηγούνται, εν μέρει, από τη διάρθρωση της Ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, η οποία εμφανίζει υψηλή συμμετοχή μικρών επιχειρήσεων στην δομή της, φαινόμενο που χαρακτηρίζει γενικά τις χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Η Ελληνική αγορά ειδών διατροφής χαρακτηρίζεται από μια κοινή τάση με αυτή των περισσότερων Ευρωπαϊκών χωρών: Το μερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης, που διοχετεύεται σε είδη διατροφής ακολουθεί πτωτική πορεία, στοιχείο που ουσιαστικά σημαίνει ότι από την μελλοντική άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης τα είδη διατροφής θα απορροφούν ένα μειούμενο ποσοστό
Τα στοιχεία που αποκαλύπτει έρευνα για την εγχώρια βιομηχανία τροφίμων-ποτών (αλλά αφορούν και το σύνολο της βιομηχανίας) είναι εντυπωσιακά, αφού αποκαλύπτουν ότι μια Ελληνική επιχείρηση για να εξάγει τα προϊόντα της χρειάζεται σχεδόν διπλάσιο αριθμό ημερών (29 ημέρες) έναντι του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ (10,5 ημέρες), ενώ περίπου διπλάσιο είναι και το κόστος εξαγωγής, που διαμορφώνεται σε 1.328 δολάρια ανά κοντέινερ για μια ελληνική εταιρεία, ενώ για μια ομόλογό της από χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 811 δολάρια ανά κοντέινερ.
Εξάλλου, τα απαιτούμενα παραστατικά για την εξαγωγή ενός προϊόντος ανέρχονται για τη μεν Ελληνική εταιρεία σε 7, ενώ ο μέσος όρος για τα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ είναι 4,8 παραστατικά.
Εξόχως δυσχερής για τους Έλληνες υποψήφιους επιχειρηματίες είναι και η διαδικασία έναρξης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς για την Ελλάδα ο αριθμός των απαιτούμενων διαδικασιών είναι 15, ενώ στον ΟΟΣΑ ο μέσος όρος είναι 6,2 διαδικασίες.
Ο απαιτούμενος χρόνος έναρξης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι 38 και 16,6 ημέρες αντίστοιχα, ενώ το κόστος των διαδικασιών ως ποσοστό (%) του κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 24,2 και 5,3% αντίστοιχα, με το ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο να διαμορφώνεται σε 116 και 36,1 (% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ).
1.3 Κόστος πρώτης ύλης
Μεγάλο πρόβλημα για την Ελληνική βιομηχανία τροφίμων αποτελεί και το κόστος των πρώτων υλών, το ίδιο πρόβλημα όμως αντιμετωπίζει και η Ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων-ποτών δηλαδή έχει υψηλό κόστος συντελεστών παραγωγής και ειδικότερα των πρώτων υλών, των προϊόντων δηλαδή της αγροτικής παραγωγής.
«Έχει υπολογισθεί ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το κόστος των αγροτικών εισροών στη βιομηχανία τροφίμων κυμαίνεται, ανάλογα με το προϊόν, μεταξύ 30% και 75% επί του συνολικού κόστους παραγωγής».
Η Ε.Ε. στοχεύει με την μεταρρύθμιση της ΚΑΠ να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την προμήθεια φθηνότερων πρώτων υλών γεγονός ευνοϊκό για την βιομηχανία τροφίμων και ποτών.
«Η ΕΕ έχει ήδη αρχίσει να αναπροσαρμόζει την τιμολογιακή της πολιτική, ενόψει του επερχόμενου ανταγωνισμού από χώρες εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων. Στόχος είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας τόσο των γεωργικών προϊόντων, όσο και των τροφίμων και ποτών. Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ επιδιώκει τη δημιουργία συνθηκών που θα εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα γεωργικών πρώτων υλών σε ανταγωνιστικές τιμές. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση η ευρωπαϊκή βιομηχανία δε θα είναι πλέον ικανή να ανταγωνιστεί τις διεθνείς αγορές στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί με το άνοιγμα των αγορών» επισημαίνουν οι μελετητές.
1.4 Έλλειμμα καινοτομίας
Παρά τα γενικότερα προβλήματα, τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, παρατηρείται στον κλάδο τροφίμων-ποτών έντονη κινητικότητα για την πραγματοποίηση επενδύσεων εκσυγχρονισμού.
Από το 2000 μέχρι το 2006 αυξάνεται διαρκώς το ποσοστό των επενδυτικών δαπανών των επιχειρήσεων τροφίμων-ποτών που κατευθύνονται προς τον εξορθολογισμό της παραγωγικής τους δραστηριότητας.
Ωστόσο, οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν ακόμη σε καινοτομική συμπεριφορά, γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στο μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και της αγοράς, σε διοικητικές και οργανωτικές ανεπάρκειες, που δεν επιτρέπουν τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις, σε μια γενικότερη νοοτροπία αποφυγής κινδύνου, που περιορίζει την επιχειρηματικότητα και στο χαμηλό επίπεδο δικτύωσης των επιχειρήσεων.
Για τη βελτίωση της καινοτομίας απαιτούνται συνδυασμένες δράσεις τόσο στο επίπεδο της επιχείρησης, όσο και στο γενικότερο περιβάλλον, όπως προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ευνοϊκότερη φορολογία και θέσπιση βραβείων καινοτομίας, επαρκής κρατική χρηματοδότηση της έρευνας και τεχνολογίας και αποτελεσματική αξιοποίηση των κρατικών πόρων, αναδιάρθρωση και οργανωτικός και διοικητικός εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων, συνεργασίες δημόσιων και ιδιωτικών φορέων για περιορισμό του βαθμού αβεβαιότητας εφαρμογής των ερευνητικών αποτελεσμάτων.
1.5 Το Ηλεκτρονικό Εμπόριο
Η αξιοποίηση του ηλεκτρονικού εμπορίου είναι άλλο ένα σημείο, στο οποίο υστερεί η ελληνική οικονομία και κατά συνέπεια και ο κλάδος των τροφίμων και ποτών, σύμφωνα με τη μελέτη.
Στο πλαίσιο αυτό, η εφαρμογή πολιτικών για την υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του κλάδου τροφίμων και ποτών προς την κατεύθυνση αυτή καθίσταται πλέον επιτακτική.
«Κυρίαρχη προϋπόθεση είναι η δημιουργία ενός ευνοϊκού ψηφιακού περιβάλλοντος για τον πολίτη και τις επιχειρήσεις και η άρση όλων των εμποδίων που σήμερα υφίστανται για την υλοποίηση επενδύσεων στους τομείς της πληροφορικής και των επικοινωνιών» τονίζουν οι μελετητές.
Προτείνουν δε για την πληρέστερη αξιοποίηση του διαδικτύου από τους Έλληνες επιχειρηματίες τη συμμετοχή στις δυναμικές παγκόσμιες αγορές (e-marketplaces), διαρκείς ηλεκτρονικές εκθέσεις εξαγωγικών προϊόντων, αυτοματοποίηση όλων των συναλλαγών για εξαγωγικό εμπόριο, δημιουργία ηλεκτρονικών αγορών προμηθευτών, μάρκετινγκ σε παγκόσμιο επίπεδο.
1.6 Ποιότητα-ασφάλεια των προϊόντων
Οι ερευνητές του ΙΟΒΕ, με στόχο την αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, προτείνουν:
- Τη συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων ελέγχου και αξιολόγησης των κινδύνων σε ένα μόνο ανεξάρτητο φορέα αρμόδιο για όλα τα στάδια της τροφικής αλυσίδας.
Η πληθώρα των φορέων που ασχολούνται σήμερα με το ζήτημα της υγιεινής και ασφάλειας των προϊόντων και οι υφιστάμενες αλληλεξαρτήσεις και συναρμοδιότητες καθιστούν το όλο σύστημα δυσκίνητο και αναποτελεσματικό.
- Την ίδρυση ελεγκτικού οργάνου αρμοδίου για τη συνεχή παρακολούθηση εφαρμογής των κοινοτικών κανονισμών ποιότητας, με συχνή ανάλυση δειγμάτων τροφίμων από όλα τα σημεία διακίνησης και δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων.
- Τον σαφή καθορισμό των ρόλων και των ευθυνών όλων των εμπλεκομένων στην παραγωγή μερών (γεωργοί, παραγωγοί ζωοτροφών και λιπασμάτων, επιχειρηματίες, προμηθευτές) και η διασφάλιση της διαφάνειας των διαδικασιών ελέγχου.
- Την επιβολή της ιχνηλασιμότητας και στον παραγωγό (αγρότη, κτηνοτρόφο). Από την αρχική παραγωγική διαδικασία (σπόρους, λιπάσματα, ζωοτροφές κτλ) μέχρι την τελική (αποκομιδή, αποθήκευση, διατήρηση κτλ).
- Τη διαρκή ενημέρωση και κατάρτιση τόσο των επιχειρηματιών, όσο και των αγροτών στις νέες τεχνικές βελτίωσης της ποιότητας και στα διεθνώς καθιερωμένα πρότυπα ασφάλειας των τροφίμων.
Αρχική
/
Ανακοινώσεις
/
Επιχειρηματικότητα
/
Ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
20/07/2009